- ηρεμαίος
- ἠρεμαῑος, -αία, -ον (AM)αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.)αρχ.1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» — χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.)2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑαήρεμα.επίρρ...ἠρεμαίως (AM)ήσυχα, όχι βίαια, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρέμα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ηραίος)].
Dictionary of Greek. 2013.